- δισκοειδές
- δισκοειδήςquoit-shapedmasc/fem voc sgδισκοειδήςquoit-shapedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισκομέδουσες — (discomedusae). Γένος μεδουσών της οικογένειας των δισκομεδουσιδών, της ομοταξίας των σκυφοζώων. Περιλαμβάνει μερικά είδη που χαρακτηρίζονται κυρίως από το πλατύ δισκοειδές σώμα τους, με πολυοδοντωτή περιφέρεια. Έχουν πολλά κνιδοκύτταρα, που όταν … Dictionary of Greek
ανθέμιο — Διακοσμητικό στοιχείο φυτικής έμπνευσης, που το χρησιμοποίησε σε αμέτρητες ποικιλίες η αρχαία ελληνική τέχνη από την αρχαϊκή περίοδο, το πήραν οι μεταγενέστερες τέχνες, έφτασε στη νεοκλασική αρχιτεκτονική και εξακολουθεί να επιζεί. Το α. δεν… … Dictionary of Greek
αχινός — Κοινή ονομασία διαφόρων εχινοδέρμων της ομοταξίας των εχινοειδών, της τάξης των εχινιδών. Τα ζώα αυτά, που είναι γνωστά όχι μόνο για τα μακριά και κινητά αγκάθια με τα οποία είναι εφοδιασμένος ο μεσοδερμικός ασβεστολιθικός σκελετός τους, αλλά και … Dictionary of Greek
γεώδης — ες (AM γεώδης, ες) [γέα, γη] 1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος 2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμα αρχ. μσν. ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη… … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… … Dictionary of Greek
ουμβράκουλο — το ζωολ. γένος οπισθοβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων, με δισκοειδές σώμα σαν ομπρέλα … Dictionary of Greek
πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… … Dictionary of Greek
πλατώ — και πλατό, τὸ, Ν. άκλ. 1. επίπεδη μεγάλη επιφάνεια 2. πλατύς χώρος σε κινηματογραφικό στούντιο ειδικά εξοπλισμένος για την κινηματογράφηση τών εσωτερικών σκηνών 3. δισκοειδές εξάρτημα τού πικάπ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο δίσκος και το οποίο… … Dictionary of Greek
σφαλός — και σφαλλός, ὁ, Α 1. δισκοειδές μολύβδινο σκεύος με κρίκο το οποίο αφού έδεναν πάνω από το κεφάλι τό έριχναν κατά τους αγώνες 2. στρογγυλό ξύλο με δύο οπές μέσα στις οποίες κλείνονταν τα πόδια, η ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek